επιγραμματικός

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

-ή, -ό επιγραμματίζω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επίγραμμα («επιγραμματική ποίηση»)
2. αυτός που διατυπώνεται ως επίγραμμα, σύντομα και εύστοχα.