Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιγραφικός

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιγραφικός, -ή, -όν) επιγραφή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επιγραφή
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τον χαρακτήρα επιγραφής («επιγραφικά χαράγματα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο επιγραφικός
ο επιγραφολόγος
3. το θηλ. ως ουσ. η επιγραφική
η επιστήμη που ασχολείται με την ανάγνωση και ερμηνεία τών επιγραφών.