επικάλυμμα

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

το (Α ἐπικάλυμμα) επικαλύπτω
νεοελλ.
εξωτερικό σκέπασμα, κάλυμμα της επιφάνειας, επένδυση
αρχ.
1. κάλυμμα, μέσο συγκαλύψεως («πλοῦτος πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.)
2. (για το σώμα) οτιδήποτε καλύπτει ένα άνοιγμα.