επικαταμένω

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

ἐπικαταμένω (Α)
μένω κάπου περισσότερο χρόνο («θηρίου ἕνεκα ἐπικαταμεῖναι», Ξεν.).