πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter
ἐπικαταμένω (Α)μένω κάπου περισσότερο χρόνο («θηρίου ἕνεκα ἐπικαταμεῖναι», Ξεν.).