επικαταπλάσσω
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek Monolingual
ἐπικαταπλάσσω (Α) επιθέτω επί πλέον έμπλαστρο, βάζω και κατάπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταπλάσσω «καλύπτω με κάτι»].