επικαταπλέω

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

ἐπικαταπλέω (Α) καταπλέω
(για πλοία) καταπλέω μετά από άλλο («καταπλεύσαντος δέ τοῦ στόλου... ἐπικατέπλευσε Καρχηδονία τριήρης», Διόδ. Σικ.).