ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
ἐπικαταπλέω (Α) καταπλέω(για πλοία) καταπλέω μετά από άλλο («καταπλεύσαντος δέ τοῦ στόλου... ἐπικατέπλευσε Καρχηδονία τριήρης», Διόδ. Σικ.).