επιλείχω

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

Greek Monolingual

ἐπιλείχω (Α)
γλείφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λείχω «γλείφω»].