ἐπιλείχω
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
lick over, lick, Ev.Luc.16.21.
German (Pape)
[Seite 957] belecken, Long. Past. 1, 24, v.l.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλείχω: λείχω, διάφ. γρ. ἐν Λόγγ. 1. 24, ἀντὶ ἐπιτρέχω.
Greek Monolingual
ἐπιλείχω (Α)
γλείφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λείχω «γλείφω»].
Chinese
原文音譯:¢pole⋯cw 阿坡-累何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-舐
字義溯源:餂淨,餂,舐;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(λειτουργός)X*=舔,舐)組成。(註:和合本以 (ἐπιλείχω)代替 (ἀπολείχω / ἐπιλείχω / λείχω / περιλείχω))
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 舐(1) 路16:21