επιμέτρηση
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
η (AM ἐπιμέτρησις) επιμετρώ
το να προστίθεται κάτι
νεοελλ.
φρ. «επιμέτρηση ποινής» — η προσαρμογή εκ μέρους του δικαστηρίου της ποινής που προβλέπει ο νόμος για αξιόποινη πράξη ανάλογα με τη βαρύτητα και τις συνθήκες του τελεσθέντος εγκλήματος και την προσωπικότητα του δράστη.