επιμέτρηση

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιμέτρησις) επιμετρώ
το να προστίθεται κάτι
νεοελλ.
φρ. «επιμέτρηση ποινής» — η προσαρμογή εκ μέρους του δικαστηρίου της ποινής που προβλέπει ο νόμος για αξιόποινη πράξη ανάλογα με τη βαρύτητα και τις συνθήκες του τελεσθέντος εγκλήματος και την προσωπικότητα του δράστη.