επιπλοκήλη

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

η (Α ἐπιπλοκήλη)
ιατρ. μορφή κήλης που χαρακτηρίζεται από την πτώση του επίπλου μέσα στον κηλικό σάκο.