Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επισκώπτω

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

ἐπισκώπτω (Α)
1. κοροϊδεύω, περιγελώ
2. παίζω, κάνω αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῖς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκώπτω «εμπαίζω, κοροϊδεύω»].