επισφάλεια
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
ἐπισφάλεια, ἡ (Α) επισφαλές
αβεβαιότητα, αστάθεια, επικίνδυνη κατάσταση («πρόχειρον ἔχειν ἐν ταῖς ἐπιτυχίαις τὴν τῆς τύχης ἐπισφάλειαν», Πολ.).
Translations
precariousness
Catalan: precarietat; French: précarité; Galician: precariedade; Greek: επισφάλεια, αστάθεια, αβεβαιότητα, επισφαλής χαρακτήρας; Ancient Greek: ἐπισφάλεια; Hebrew: אי-יציבות; Italian: precarietà; Portuguese: precariedade; Spanish: precariedad; Turkish: istikrarsızlık