επιτελειώ

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293

Greek Monolingual

ἐπιτελειῶ, -όω (Α) (Μ και ἐπιτελειώνω)
μσν.
κατορθώνω
αρχ.
συμπληρώνω («τὴν θυσίαν ἐπετελείωσε», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτέλειος ή < επί + τελειώ].