επιτελειώ
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
Greek Monolingual
ἐπιτελειῶ, -όω (Α) (Μ και ἐπιτελειώνω)
μσν.
κατορθώνω
αρχ.
συμπληρώνω («τὴν θυσίαν ἐπετελείωσε», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτέλειος ή < επί + τελειώ].