επιφορτίζω
From LSJ
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
Greek Monolingual
(Α ἐπιφορτίζω) φορτίζω
νεοελλ.
1. αναθέτω σε κάποιον μια φροντίδα, μια ενέργεια («μέ επιφόρτισαν να σάς αναγγείλω αυτή την είδηση»)
2. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) επιβαρύνω με δαπάνες
αρχ.
1. φορτώνω πάνω σε κάτι
2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω
3. μέσ. ἐπιφορτίζομαι
γίνομαι φορτικός.