επιφορτίζω

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220

Greek Monolingual

ἐπιφορτίζω) φορτίζω
νεοελλ.
1. αναθέτω σε κάποιον μια φροντίδα, μια ενέργεια («μέ επιφόρτισαν να σάς αναγγείλω αυτή την είδηση»)
2. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) επιβαρύνω με δαπάνες
αρχ.
1. φορτώνω πάνω σε κάτι
2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω
3. μέσ. ἐπιφορτίζομαι
γίνομαι φορτικός.