επιβαρύνω
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
Greek Monolingual
(AM ἐπιβαρύνω) βαρύνω
πιέζω με πρόσθετο βάρος
νεοελλ.
1. επιβάλλω ενοχλητική υποχρέωση ή δέσμευση («θα επιβαρυνθώ με πρόσθετα έξοδα»)
2. (για κατάσταση) καταπιέζω («η νέα φορολογία επιβαρύνει τον λαό»)
3. επιδεινώνω, χειροτερεύω («με την απολογία του επιβάρυνε τη θέση του»)
αρχ.
ασκώ έντονη, βαριά πίεση πάνω σε κάποιον.