επτάκλινος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Greek Monolingual
ἑπτάκλινος, -ον (Α) κλίνη
αυτός που έχει επτά κλίνες ή ανάκλιντρα (α. «οἶκος ἑπτάκλινος», Ξεν.
β. «κοιτών ἑπτάκλινος», Καλλίξ.)
2. φρ. «θές ἑπτάκλινον» — τοποθέτησε καθίσματα για εφτά
3. μέτρο εμβαδού.