επτάκλινος

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

ἑπτάκλινος, -ον (Α) κλίνη
αυτός που έχει επτά κλίνες ή ανάκλιντρα (α. «οἶκος ἑπτάκλινος», Ξεν.
β. «κοιτών ἑπτάκλινος», Καλλίξ.)
2. φρ. «θές ἑπτάκλινον» — τοποθέτησε καθίσματα για εφτά
3. μέτρο εμβαδού.