τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
ἐρίβομβος, -ον (Α)αυτός που βουίζει δυνατά («ἐρίβομβοι μέλισσαι», Ορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βόμβος.