τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
ἐρίβοτρυς, -υ (Μ)ο γεμάτος σταφύλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βότρυς «σταφύλι»].