ερίβοτρυς

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

ἐρίβοτρυς, -υ (Μ)
ο γεμάτος σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βότρυς «σταφύλι»].