ερειστικός

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρεισπκός, -ή, -όν) ερείδω
ο ερεισματικός
ανατ. φρ. «ερειστικός ιστός» — ιστός του σώματος που χαρακτηρίζεται από την άφθονη και ποικίλης σύστασης μεσοκυττάρια ουσία. Διακρίνεται στον συνδετικό, τον οστίτη και τον χονδρικό ιστό.