εριγάστωρ

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113

Greek Monolingual

ἐριγάστωρ, ὁ (Α)
αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -γάστωρ (< γαστήρ)].