εριοκόμος

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source

Greek Monolingual

ἐριοκόμος, ὁ (Α)
αυτός που κατεργάζεται τα έρια, ο εριουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -κόμος (< κομώ)].