παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
ἐριοκόμος, ὁ (Α)αυτός που κατεργάζεται τα έρια, ο εριουργός.[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -κόμος (< κομώ)].