ερκάνη
From LSJ
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
Greek Monolingual
η (AM ἑρκάνη) έρκος
νεοελλ.
1. ναυτ. ξύλινος ή σιδερένιος χειραγωγός που περικλείει τα κιγκλιδώματα τών ιστών, γεφυρών κ.λπ. τών πλοίων
2. λιθόκτιστο ή ξύλινο φράγμα κατά μήκος του κρηπιδώματος μιας παραλίας ή ενός ποταμού
αρχ.
1. φραγμός, μάντρα.