ερκάνη

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

η (AM ἑρκάνη) έρκος
νεοελλ.
1. ναυτ. ξύλινος ή σιδερένιος χειραγωγός που περικλείει τα κιγκλιδώματα τών ιστών, γεφυρών κ.λπ. τών πλοίων
2. λιθόκτιστο ή ξύλινο φράγμα κατά μήκος του κρηπιδώματος μιας παραλίας ή ενός ποταμού
αρχ.
1. φραγμός, μάντρα.