ερυθροβαφής

From LSJ

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472

Greek Monolingual

-ές (Μ ἐρυθροβαφής, -ές)
βαμμένος με κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -βαφής < βαφή.