ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
η έρωτας1. έρωτας («ποιός είν’ αυτός που τραγουδεί της ερωτιάς τα πάθη;», Ερωτόκρ.)2. ερωτισμός («εσύ που πνέεις ερωτιάν και πόθ’ όλος μυρίζεις», Σουμμ.)3. χάρη, κομψότητα («με ερωτίας τάξιν»).