ερωτιά

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source

Greek Monolingual

η έρωτας
1. έρωταςποιός είν’ αυτός που τραγουδεί της ερωτιάς τα πάθη;», Ερωτόκρ.)
2. ερωτισμός («εσύ που πνέεις ερωτιάν και πόθ’ όλος μυρίζεις», Σουμμ.)
3. χάρη, κομψότητα («με ερωτίας τάξιν»).