ερωτιά

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monolingual

η έρωτας
1. έρωταςποιός είν’ αυτός που τραγουδεί της ερωτιάς τα πάθη;», Ερωτόκρ.)
2. ερωτισμός («εσύ που πνέεις ερωτιάν και πόθ’ όλος μυρίζεις», Σουμμ.)
3. χάρη, κομψότητα («με ερωτίας τάξιν»).