ευήλιος
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ εὐήλιος, -ον
Α και εὐάλιος, -ον)
1. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ηλιόλουστος (α. «τὴν οἰκίαν... ὅτι χειμῶνος μὲν εὐήλιός ἐστι, τοῦ δὲ θέρους εὔσκιος», Ξεν.
β. «εὐηλίοις ἐν ἁμέραισιν», Αριστοφ.
γ. «ευήλιο διαμέρισμα»)
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που του αρέσει να λιάζεται, αυτός που αγαπά τον ήλιο
2. φρ. «εὐάλιον πῡρ» — η ηλιακή θερμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήλιος].