ευδίαιον

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

εὐδίαιον και εὔδιον, τὸ (Α) ευδίαιος
1. η άκρη, το ρύγχος του κλύσματος
2. το γυναικείο αιδοίο
3. ο πρωκτός.