Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευδιάλυτος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδιάλυτος, -ον)
αυτός που διαλύεται εύκολα, αυτός του οποίου τα μέρη εύκολα διασπώνται ή αποχωρίζονται
νεοελλ.
1. (για χημικές ουσίες) αυτός που διαλύεται εύκολα και σε μικρή ποσότητα κάποιου διαλυτικού υγρού
2. το ουδ. ως ουσ. το ευδιάλυτο
η ευδιαλυτότητα
αρχ.
1. (για παγίδα) αυτός που ανοίγεται εύκολα («εἰς γαλεάγρας θηρίων εὐδιαλύτους», Στράβ.)
2. αυτός που ανασκευάζεται, που αναιρείται εύκολα («εἰσὶ δὲ κακίαι λόγων ρητορικῶν τότε εὐδιάλυτα λέγειν καὶ τὰ ἀντίστροφα», Διον. Αλ.)
3. (για τροφή) εύπεπτος
4. αυτός που συζητά και συμβιβάζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ευδιαλύομαι].