ευελπιστώ

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

(Μ εὐελπιστῶ, -έω) ευέλπιστος
τρέφω πολλές ελπίδες, ελπίζω σε κάτι καλό.