ευελπιστώ
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek Monolingual
(Μ εὐελπιστῶ, -έω) ευέλπιστος
τρέφω πολλές ελπίδες, ελπίζω σε κάτι καλό.
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(Μ εὐελπιστῶ, -έω) ευέλπιστος
τρέφω πολλές ελπίδες, ελπίζω σε κάτι καλό.