ευθετώ

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

εὐθετῶ, -έω (ΑΜ) εύθετος
1. ευθετίζω, διευθετώ
2. είμαι κατάλληλος για κάτι («εὐθετεῖ πᾱσι χρῆσθαι» — είναι κατάλληλος για κάθε χρήση, Θεόφρ.)
3. βρίσκομαι κάπου στην κατάλληλη περίσταση, είμαι πρόσφορος.