ευλυσία
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
ευλυσία, ἡ (Α) εύλυτος
1. ευκολία στην κίνηση, ευλυγισία, επιτηδειότητα
2. φρ. «εὐλυσία κοιλίας» — υγιεινή κίνηση τών εντέρων (Κικ.)
3. απελευθέρωση, χαλάρωση, ανακούφιση (αντίθ. στένωσις).