ευμεταβλησία

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

η (Α εὐμεταβλησία) εὐμετάβλητος
η εύκολη μεταβολή, η αστάθεια
νεοελλ.
(μικροβ.) η προσαρμογή τών μικροβίων στις εξωτερικές επιδράσεις, που γίνεται με μεταβολή τών μορφολογικών και βιολογικών γνωρισμάτων τους.