ευξυλοεργός

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

εὐξυλοεργός, -όν (Α)
ο επιτήδειος στην κατεργασία του ξύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο-εργός (< ξύλον + -εργός < έργον), πρβλ. αγαθοεργός].