εὐξυλοεργός

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐξῠλοεργός Medium diacritics: εὐξυλοεργός Low diacritics: ευξυλοεργός Capitals: ΕΥΞΥΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: euxyloergós Transliteration B: euxyloergos Transliteration C: efksyloergos Beta Code: eu)culoergo/s

English (LSJ)

εὐξυλοεργόν, skilled in carpentry, πελεκήτορες Man.4.324.

Greek (Liddell-Scott)

εὐξυλοεργός: -όν, καλὸς πρὸς τὴν ἐργασίαν τοῦ ξύλου, ὕλης πελεκήτορας εὐξυλοεργοὺς Μανέθων 4. 324.

Greek Monolingual

εὐξυλοεργός, -όν (Α)
ο επιτήδειος στην κατεργασία του ξύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο-εργός (< ξύλον + -εργός < έργον), πρβλ. αγαθοεργός].

German (Pape)

gut das Holz bearbeitend, πελεκήσωρ Man. 4.324.