ευρύκολπος
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek Monolingual
εὐρύκολπος, -ον (Α)
φρ. «εὐρύκολπος χθών» — ευρύχωρη γη, πολύ μεγάλη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + κόλπος.