πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
εὐρύφλεβος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει πλατιές φλέβες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -φλεβος (< φλεψ, φλεβός), πρβλ. ά-φλεβος, μεγαλό-φλεβος].