ευφυολογία
Greek Monolingual
η
1. ευφυής ή παιγνιώδης λόγος, εξυπνάδα
2. έξυπνο αστείο, έξυπνο πείραγμα ή ταιριαστός και κατάλληλος χαρακτηρισμός προσώπων ή πραγμάτων που λέγεται για ειρωνεία ή αστεϊσμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Εμμανουήλ Ροΐδη].