ευχέλαιο
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
Greek Monolingual
το (ΑΜ εὐχέλαιον)
ένα από τα επτά μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά το οποίο ο ιερέας επιχρίει με αγιασμένο έλαιο τους ασθενείς και γενικά τους πιστούς και έτσι επέρχεται σε αυτούς η θεία χάρη
νεοελλ.
συνεκδ. το έλαιο που αγιάζεται με το μυστήριο του ευχελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευχή + έλαιο].