εφίερος

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

ἐφίερος, -ον (Α)
1. είδος ψωμιού, πλακούντας, πίτα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφίερον
α) ιερός άρτος
β) θρησκευτική ποινή, επιτίμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱερός.