νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
ἐφαρπάζω, ίσως εσφ. γρφ. αντί ἀφαρπάζω (Α)αρπάζω διά της βίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁρπάζω.