εφαρπάζω

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

ἐφαρπάζω, ίσως εσφ. γρφ. αντί ἀφαρπάζω (Α)
αρπάζω διά της βίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁρπάζω.