ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
και εφτάμερο, τοχρονικό διάστημα επτά συνεχών ημερών, επταήμερο, εβδομάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + ημέρα].