εφταήμερο

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

και εφτάμερο, το
χρονικό διάστημα επτά συνεχών ημερών, επταήμερο, εβδομάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + ημέρα].