εύμηλος

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406

Greek Monolingual

εὔμηλος, -ον, δωρ. τ. εὔμαλος, -ον (Α)
ο πλούσιος σε πρόβατα («εὔβοτος, εὔμηλος, οἰνοπληθής, πολύπυρος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μήλον «πρόβατο»].