ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
εὔοδμος, -ον (Α)
εύοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οδμος (< οδμή, αρχικός τ. του οσμή) πρβλ. άν-οδμος, βαρύ-οδμος, δύσ-οδμος].