ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
εὔρις, -ινος και εὔριν, -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)1. αυτός που έχει καλή μύτη2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»].