εἰσιτητέος

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de εἴσειμι.

Spanish (DGE)

-α, -ον
accesible, al que se puede entrar ὅπως μὴ ... (τὰ ἀρχεῖα) εἰσιτητέα εἴη Agath.19.4.

Middle Liddell

εἰσῐτητέος, ον verb. adj. of εἴσειμι,]
one must go in, Luc.